Τα Πανηγύρια στη Δάφνη
Τα Πανηγύρια στη Δάφνη
Ομαδικός εορτασμός της μνήμης Αγίου ή θρησκευτικής τελετής, προσωρινή υπαίθρια αγορά, όπου πουλιούνται αγροτικά, οικοτεχνικά και βιοτεχνικά προϊόντα (εμποροπανήγυρις), ανταλλαγές ζώων (ζωοπανήγυρις) καθώς και ομαδική και θορυβώδης διασκέδαση (λαϊκά όργανα, δημοτικά τραγούδια και παραδοσιακοί χοροί).
Τα πανηγύρια είναι ένας θεσμός πολύ παλιός και εξυπηρετούσε συγκεκριμένους σκοπούς. Γινόταν κυρίως στα κεφαλοχώρια μια φορά το χρόνο σε σταθερή ημερομηνία και συνήθως συνδυαζόταν με τη γιορτή κάποιου Αγίου. Διαρκούσε από μία έως και δέκα ημέρες και ήταν ένα αντάμωμα ανθρώπων από κοντινά και μακρινά χωριά, ανθρώπων που ζούσαν στην πόλη, μικροεμπόρων, ζωεμπόρων, τσιγγάνων κλπ.
Στο χωριό μας το πανηγύρι γινόταν στις Μουριές, τοποθεσία λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Δημήτριο, που αργότερα φυτεύτηκαν αμπέλια. Ύστερα μεταφέρθηκε στον Άγιο Δημήτριο και αργότερα στην πλατεία του χωριού, κατ’ απαίτηση κάποιων καταστηματαρχών της εποχής εκείνης.
Όταν γινόταν το πανηγύρι στις Μουριές και τον Άγιο Δημήτριο είχε ξεχωριστή χάρη και ομορφιά. Στήνονταν εξέδρες για τα όργανα (ζυγιές τις έλεγαν τότε), πρόχειρες πίστες για τους χορευτές, παράγκες για τους εμπόρους και οι δρόμοι γέμιζαν με πάγκους που ήταν γεμάτοι με μικροαντικείμενα, παιχνίδια, γλυκίσματα κλπ.
Γινόταν στις 7-8-9 Σεπτεμβρίου, δηλαδή ήταν τριήμερο και με τιμώμενο θρησκευτικό πρόσωπο την Παναγία που γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.
Τα ζώα για τις αγοραπωλησίες βρισκόταν ή στου Καραβάσιλα το χωράφι, μεταξύ Σειρήνας και Αγ. Δημητρίου ή στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί οι τσιγγάνοι έστηναν τις σκηνές τους αρκετές μέρες πριν και περίμεναν το πανηγύρι. Ήταν μια ξεχωριστή νότα η συμμετοχή των τσιγγάνων στα πανηγύρια. Με τα γλέντια τους, τα μαλώματά τους, τη ζητιανιά τους, αλλά και με τον τρόπο που διαπραγματεύονταν την πώληση ή την αγορά των ζώων.
Οι δρόμοι γέμιζαν στην κυριολεξία από κόσμο. Τσιγγάνοι, μεταπράτες, ζωέμποροι, τσαμπάσηδες, αγοραστές, πωλητές, απλοί παρατηρητές, γνωστοί και άγνωστοι, απλοί άνθρωποι, παζάρευαν, διαπληκτίζονταν, αγόραζαν ή πουλούσαν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από διαφορετικούς ήχους. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Το βράδυ τα ξεχνούσαν, τα παρατηρούσαν όλα αυτά και άρχιζε το γλέντι. Ακόμη και ο πιο φτωχός φρόντιζε πάντα να έχει κάτι στην άκρη για να χορέψει στο πανηγύρι. Πολλές ζυγιές όργανα, καλά κλαρίνα και τραγουδιστές, χορεύτριες, τραγουδίστριες και κέφι, πολύ κέφι, που κρατούσε μέχρι το πρωί.
Στα υπαίθρια μαγειρεία μοσχοβολούσε το βραστό και μύριζε από μακριά η κατσαρόλα με τον πατσά.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Όλοι έβρισκαν την ευκαιρία να πουλήσουν κάποιο προϊόν που τους περίσσευε και ν’ αγοράσουν άλλα που δεν είχαν ή ν’ αγοράσουν αντικείμενα χρήσιμα για το σπίτι ή τις δουλειές τους.
Την τιμητική τους είχαν τα τσοκανοκούδουνα όπου οι μερακλήδες τσοπάνηδες, τα κρατούσαν μ’ ευλάβεια, τα χτυπούσαν κοντά στο αυτί για ν’ ακούσουν καλύτερα τον ήχο για να τα ταιριάσουν με τα’ άλλα, που είχαν στο κοπάδι.
Κόσμος πολύς συγκεντρωνόταν έχοντας στόχο ν’ αγοράσει, να πουλήσει αλλά και να γλεντήσει.
Το χωριό μας καθώς και τα γύρω χωριά τότε είχαν πολλούς κατοίκους. Ύστερα άρχισε η ομαδική μετανάστευση. Την άδεια των ανθρώπων της πόλης την τρώει η θάλασσα. Τότε φρόντιζαν όλοι να πάρουν την άδειά τους τις μέρες του πανηγυριού και βρίσκονταν εκεί.
Τα ζώα αντικαταστάθηκαν από τα αγροτικά αυτοκίνητα και τα τρακτέρ. Οι συγκοινωνίες, οι δρόμοι που φτιάχτηκαν και η καλύτερη οικονομική κατάσταση των αγροτών τους δίνει τη δυνατότητα να προμηθεύονται με άλλους τρόπους όσα χρειάζονται. Οι άνθρωποι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για να γλεντήσουν οπότε δεν περιμένουν τα πανηγύρια.
Τα πανηγύρια χρόνο με το χρόνο φθίνουν και όπως πάμε σιγά-σιγά αυτός ο ωραίος θεσμός θα ξεχαστεί. Πίσω δεν μπορούμε να γυρίσουμε, όχι μόνο γιατί είναι αδύνατο, αλλά και κανείς δεν θα το ήθελε. Φέτος ήταν μόνο μια ζυγιά όργανα και ο κόσμος λιγοστός.
Δεν ξέρω αν η συνεργασία όλων των φορέων της περιοχής, μέσα από προτάσεις και τοποθετήσεις μπορεί να αναβιώσει το θεσμό και να έχουμε έστω και για μια μέρα την ένταση και τον παλμό του παλιού πανηγυριού.