Ποιήματα



 Ο κήπος μου

 

Πεταλούδες όμορφες

τα άνθη σου στολίζουν,

μέλισσες τραγουδίστριες

σου τα διασκεδάζουν.

 

Κι ένας ήλιος ρέμπελος

απορεί, θαυμάζει,

τι είναι το πιο όμορφο

τα άνθη ή οι πεταλούδες;

 

Αεράκι φύσηξε

μπέρδεψε τα χρώματα,

τ’ αϊδονάκι σφύριξε

νιώσε φίλε όμορφα.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Ομορφιά

 

Ρίχνουν στο χώμα τη δροσιά

του πλάτανου τα φύλλα,

κι ο Λάδωνας κυλά γοργά

 μήνυμα δίνει μακριά,

τι έχω ευτυχία και χαρά.

 

Και η χαλκόφυλλη ιτιά

σκύβει του λέει ψιθυριστά,

νερό μην παίρνεις τη χαρά

μην την πηγαίνεις μακριά

άστην να είναι δω κοντά.

 

Και μες την τόση ομορφιά

έρχεται ο έρωτας ξανά,

μου σαϊτεύει την καρδιά

χάνει ο νους τα λογικά

και ότι είναι γύρω τραγουδά.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Η παγίδα

 

Ένας χάνος όμορφος

γυάλισε τα λέπια του,

την ουρά του χτένισε

και για τσάρκα κίνησε.

 

Και στης τσάρκας την αρχή

πέρκα νέα, κουνιστή,

ήρθε από δίπλα του

και του χαμογέλασε.

 

Η καρδιά του ράγισε

λόγια της ψιθύρισε,

κείνη γλίστρησε μακριά

μα κουνούσε την ουρά.

 

Πάει ο χάνος χάθηκε

μες στο δίχτυ πιάστηκε,

τούτη η κουνιστή ουρά

του ’φερε τη συμφορά.

 

 

Παν. Τσίπος 

 

 

Ταξίδι, Όνειρο

 

Ασπροντυμένοι γλάροι βουτάνε

μεθυσμένοι στα κύματα,

κι άσπρα κύματα αγκαλιάζουν

τους πεινασμένους γλάρους.

 

Το καράβι γλιστρά τεμπέλικα

στη ρυτιδιασμένη θάλασσα,

κι ένα δελφίνι χαριεντίζεται

βγάζοντάς μου τη γλώσσα.

 

Μες την τόση χαλάρωση

δροσερό αεράκι,

μυρωδιές με μυστήριο

απ’ τη θάλασσα φέρνει.

 

Και στου ύπνου τη νάρκωση

μια γοργόνα ανατάραξε,

θυμωμένη τα κύματα

κι οργισμένη ρωτάει.

 

Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;

 

Τρομαγμένος την κοίταζα

προσπαθώ ν’ απαντήσω,

κι ο φίλος στο πλάι μου

με σκουντά να ξυπνήσω.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Άχρηστο πέπλο

 

Ομίχλη, καταχνιά και κατσιφάρα

σε λένε στα δικά μας τα χωριά,

σκεπάζεις τον κάμπο το ποτάμι

όταν πλακώνει η σκοτεινιά.

 

Ακίνητο σαν γκρίζο πέπλο

κρύβεις ένοχο τα μυστικά

είναι βαριά η σύστασή σου

τι κουβαλάς πολύ δροσιά.

 

Μα σαν ο ήλιος ξεπροβάλλει

σε πιάνει φόβος και πανικός,

ξέρεις ότι δεν έχεις μέλλον

γιατί είναι ο μέγας σου εχθρός.

 

Σε ξαλαφρώνει απ’ τη δροσιά σου,

σε ανεβάζει στα ψηλά

και όταν στα μάτια σε κοιτάζει

όλοι σου λένε έχε γεια.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Το ζήλεψαν

 

Είσαι στην άκρη, μα διαφεντεύεις

τον καταπράσινο κάμπο

και βιγλίζεις με το περίεργο μάτι σου

τα γύρω χωριά,

και το ποτάμι που αργοσαλεύει

σαν χορτασμένο ερπετό.

 

Το όνομά σου Ηλιοβούνι

γιατί ο ήλιος σ’ αγκαλιάζει ολημερίς.

Σε είπαν αντικύκλωπα

γιατί ο τεράστιος κοκκινόβραχος,

που βρίσκεται κοντά στην κορυφή σου

και που αλλάζει χρώματα στο χάιδεμα

του ήλιου

μας πάει στην μυθολογία.

 

Σε είπαν ζωοδότη και προστάτη,

γιατί αγκαλιάζεις και κρύβεις

πλήθος μικρών ζωντανών.

Εγώ σε λέω ανάσασμα ψυχής

και ελπίδα ζωής.

 

Η φήμη σου έφτασε μακριά

και πολλοί μιλούν για σένα.

Η ομορφιά σου στολίζει

κάρτες και περιοδικά.

Τουρίστες έρχονται και σε φωτογραφίζουν

και οι βεράντες των καινούργιων σπιτιών

σ’ αγναντεύουν.

 

Βγαίνουν οι θυμωμένες κυράδες

να πιούν τον καφέ τους

και μόλις σ’ αντικρίζουν ημερεύουν.

 

Δεκάξι του Αλωνάρη και η φήμη σου

για δυο τρεις μέρες έφτασε στο ζενίθ.

Ύστερα σιωπή. Τουρίστες δεν έρχονται πια

και οι κυράδες δε βγαίνουν στα μπαλκόνια.

 

Κάποιος άνοος και άσημος,

ζηλεύοντας τη φήμη σου

άναψε το σπίρτο της καταστροφής.

Μόνο το μάτι σου έμεινε,

μα και κείνο μαυρισμένο

από το ύπουλο χτύπημα

για να μας θυμίζει ότι κάποτε

υπήρχες.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Ήταν αλλού

 

Είναι όλοι εδώ

φορώντας τα γιορτινά τους,

να σε τιμήσουν στα στερνά σου.

Εσύ ξαπλωμένος σε αχυρένιο στρώμα,

νιώθεις άβολα.

 

Τους κοιτάζεις δεν τους βλέπεις,

τους ακούς και δεν τους νιώθεις,

γιατί είσαι αλλού.

 

Στον ίσκιο του πλάτανου περιμένοντας

το ανατρίχιασμα της πετονιάς,

στου λύκου το διάσελο με πανσέληνο,

κι έχεις στήσει καρτέρι στον ατίθασο

αγριόχοιρο,

στην κορυφή του γούπατου ξημερώματα,

για να πάρεις το πρώτο φιλί του ήλιου

και το χάδι της πρωινής αύρας.

 

Δεν ακούς και δε βλέπεις.

Γιατί είσαι στα χωράφια

που ο ιδρώτας σου γινόταν σοδειά.

Στα ζωντανά σου και ακούς

το βουβό παράπονό τους,

και στον Ψαρή σου που τώρα

γονατίζει, σε ανεβάζει στη ράχη του

και με χαμηλωμένα αυτιά καλπάζει,

προς το δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Λουκάνικος

Ένας σκύλος με τα όλα του

 

Αδέσποτος αλλά ελεύθερος

χωρίς λουρί στο σβέρκο σου,

αφεντικά ζωόφιλους,

σκυλίσια εκπαίδευση

και τυπικές διαδικασίες.

 

Έμαθες να επιβιώνεις

στο επικίνδυνο κέντρο,

παλεύοντας και διεκδικώντας

μια ζεστή γωνιά το χειμώνα

κι ένα κόκκαλο από αποφάγια.

 

 

Κόβεις τα νύχια σου

γρατζουνίζοντας την άσφαλτο,

και ακονίζεις τα δόντια σου

συντρίβοντας τα κόκκαλα

και τα ρόπαλα της ΕΛΛΑΣ.

 

Εχθρεύεσαι και αντιπαθείς την εξουσία

τα χλιδάτα σκυλοσόγια,

τα σκουφάκια, τις κολόνιες

και τα σκυλοκαλλιστεία.

 

Είσαι μπροστάρης στις διαδηλώσεις

και τα γαυγίσματά σου

σίγουρα είναι βρισιές και στολίδια

για τους εθνοπατέρες, τους μιζαδόρους

τα λαμόγια, τους διαφθορείς, τους...

 

Με ανοιχτό πρόσωπο, άφοβα,

χωρίς κουκούλα, σακίδια, μολότωφ και μάρμαρα.

Είσαι αγωνιστής και έγινες φίρμα,

μα φίλε μου είναι άδικο και κρίμα

να στέκεσαι μπροστά απ’ τους μασκαρεμένους,

που ντρέπονται γι’ αυτό που κάνουν

γι’ αυτό κρύβουν τα αγωνιστικά τους πρόσωπα.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Στους ξενοδουλευτάδες

 

Κουβαλάς το δισάκι στον ώμο

φορτωμένος παξιμάδια και λύπη,

άφησες πίσω μια γυναίκα, δυο γέρους

και παιδιά - κι εσύ φεύγεις,

θα τους βρεις σαν γυρίσεις;

Ποιος ξέρει;

 

Τη δύναμή σου πουλάς

από φτώχειας ανάγκη,

στου Αιγίου τα μέρη, καλοκαίρι - χειμώνα,

για κομμάτι ψωμί

σκάβεις γη από ήλιο σε ήλιο,

σαν γομάρι στον ώμο κουβαλάς τα κοφίνια.

 

Ο ιδρώτας ποτίζει τη γη

και τα χρόνια περνούν

και συ χάνεις δυνάμεις

κι όλο λες δεν ξανάρχομαι πάλι,

 ξενοδούλι δεν κάνω

 κι ας πεθάνω από πείνα.

 

Θα ’σαι δω και του χρόνου,

δεν τελειώνουν οι ανάγκες

οι ανθρώποι τελειώνουν.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Κοκκινόβραχος

 

Πυρωμένος απ’ τ’ αθάνατο

βλέμμα του ήλιου,

αργασμένος απ’ τ’ αλύπητο

ράπισμα της βροχής,

ραγισμένος απ’ τ’ αγκάλιασμα

του λευκού χιονιού

τη δύναμη του πάγου.

Λαβωμένος απ’ του κεραυνού τ’ αντάμωμα,

αγιασμένος απ’ την αντάρα του σύννεφου,

ελιά στο μάγουλο του απέραντου πράσινου,

λαβωματιά στο αδιάφορο γύρω σου.

 

Ποιος είσαι κοκκινόβραχε

τραχιέ στην εμφάνιση μα μπροστάρη στα δύσκολα,

που τη φήμη σου οργισμένος αγέρας

στις πέντε Ηπείρους απλώνει

και σκληροί νταμαρτζήδες με κιλά δυναμίτη

ονειρεύονται να σε γκρεμίσουν;

 

Είμαι ένας αποφασισμένος

ανάμεσα σε αναποφάσιστους,

ένας μπροστάρης αβόλευτος,

ανάμεσα σε δειλούς

και βολεμένους.

Είμαι ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ανάμεσα σε ανθρώπους.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Κρασοπατέρας

 

Άσπρο, μαύρο και κόκκινο

ροζέ και νερωμένο,

το πίνει δίχως μετρημό

τον κάνει μυαλωμένο.

 

Τότε λέει λόγια σοφά

ποτέ σαρδάμ δεν κάνει,

στο δρόμο ίσια περπατά

δε γέρνει το κεφάλι.

 

Πειράζει και πειράζεται

κανένας δε θυμώνει,

και κάπου-κάπου άθελα

τη γλώσσα του δαγκώνει.

 

Όλα τα σπίτια πέρασαν

μα το δικό του ακόμα,

γι’ αυτό και κείνος θύμωσε

και ξάπλωσε στο χώμα.

 

Τέλος τον πήραν σηκωτό

στο σπίτι του τον πάνε

και στο λιτό αχυρόστρωμα

στα μαλακά πετάνε.

 

Γνωστοί και φίλοι γνώριζαν

πως πίνει να ξεχάσει,

πίκρες, καημούς και βάσανα

και όσα έχει περάσει.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Στην Ευαγγελίστρια

 

Βυζαντινό μοναστήρι-μνημείο

τυλιγμένο στο πέπλο της σιωπής.

Άσπρη πινελιά στο βαθύ πράσινο,

βιγλάτορας στην απέραντη θέα.

 

Μελίσσι ανηφόριζαν οι προσκυνητές

τη μέρα της γιορτής της,

πεζοί και καβαλάρηδες

τη Χάρη της να προσκυνήσουν.

 

Πιο πίσω με γυμνά ποδάρια

και ματωμένα γόνατα,

οι πονεμένοι εκπλήρωναν

το βαρύ τάμα τους.

 

Πολύ βαριά τα τάματα

για τα παιδιά που αρρώσταιναν,

τα ζωντανά που ψοφούσαν,

τους φαντάρους, τους ξενιτεμένους.

 

Και οι καμπάνες χαρμόσυνα

σπάγαν τη μαγεία της σιωπής,

αλαφιάζοντας τ’ αγρίμια

και σκορπίζοντας μηνύματα.

 

 

Παν. Τσίπος

 

 

Ο βάτραχος

 

Πάνω στα νούφαρα ραχατεύεις

και ούτε τα βλέφαρα δε σαλεύεις,

μοιάζει το χρώμα σου με των φυτών

και κρύβεσαι από μάτια εχθρών.

 

Κι όταν τον κίνδυνο νιώθεις κοντά

ή σε ζαλίζει του ήλιου η φωτιά,

βουτάς στο νερό και παίζεις κρυφτό

και παρουσιάζεσαι πότε από κεί και πότε από δώ.

 

Στις καταδύσεις είσαι αστέρι

και ζηλεύει πολύ όποιος σε ξέρει,

είσαι όμως μέγας κιοτής

στη λάσπη χώνεις τη μούρη για να σωθείς.

 

Δουλευταράς δεν είσαι το ξέρεις καλά

κι αλλού είναι πάντα τα δικά σου μυαλά,

πώς θα συνάξεις όλο το σόι

ν’ αρχίσετε το κουβεντολόι.

 

Άχρηστος είσαι λένε πολλοί

μα δε γνωρίζουν ίσως αυτοί,

πως χιλιάδες έντομα εξοντώνεις

κι ανθρώπους και ζώα λυτρώνεις.

 

Και τα ποδάρια σου για ουζομεζέδες

σερβίρονται σε πολλούς καφενέδες,

άλλοι τα τρώνε και μπεκρουλιάζουν

κι άλλοι τ’ ακούνε και αηδιάζουν.

 

 

Παν. Τσίπος

 

Μυρμήγκια και άνθρωποι

 

Τα σπίτια στη γη και στα δέντρα

κοινωνία οργανωμένη σωστά,

βασίλισσα, δούλοι, στρατιώτες

και αναρίθμητη η εργατιά.

 

Ανοίγετε δρόμους σαν πρωτοπόροι

είστε ζωύφια των ασπασμών,

και άνθρωπος με την δύναμή σας

θα ’ταν πρωταθλητής στην άρση βαρών.

 

Δεν πρέπει να ’στε και πολύ ξύπνια

τι ζείτε μόνο για τη δουλειά,

οι άνθρωποι φαίνεται δε σας μάθαν

πως υπάρχει και η τεμπελιά.

 

Φιλοπόλεμα είστε και κλέφτες

κι ένα παράδειγμα μέγας μπελάς,

να γίνει στον άνθρωπο εύχονται

σαν το μυρμήγκι δουλευταράς.

 

 

Παν. Τσίπος

 

Λί(η)στές

 

Υπάρχουν λίστες με ληστές

τις κρύβουν κάποιοι υποκριτές

φροντίζοντας για το καλό μας

δε μας χαλάν το πρωινό μας.

 

Κάτι όλοι τους ακούσανε

ίσως να παρακούσανε

για τους ληστές με τα χοντρά

που τσέπωσαν στα μουλωχτά.

 

Υπάρχουν λίστες της ντροπής

και της μεγάλης αρπαχτής

καδράρουν μέσα τους λαμόγια

που ρίχνουν μούτζες στα κορόιδα.

 

Ο.Ε. ... Ο.Ε. που είναι οι λίστες;

Κυκλοφορούν μόνο τις νύχτες

φοβούνται το πολύ το φως

τι τους μυρίζεται χαμός.

 

Ο.Ε. Ο.Ε. που είναι οι λίστες;

Τις δώσαν σίγουρα στις πλύστρες

μες τα πλυντήρια να τις βάλουν

και καθαρές να μας τις βγάλουν.

 

Λίστες από δώ και λίστες από κεί

μα ο λαός δεν πρέπει να τις δει

το απαγορεύει η δεδομένη αρχή

γιατί είναι μέσα οι Λήσταρχοι.

 

Πολιτικοί και δικασταί

είναι μανούλες στο λουφέ.

Ίσως στη λίστα την κρυφή

να είναι γραμμένοι όλοι αυτοί.

 

Παν. Τσίπος

 

 Οι κουτοί

 

Τρόικα και Δ.Ν.ΤΟΥ

στην Ελλάδα κάναν ΝΤΟΥ

όπλα τους έχουν τα μέτρα

μας ζητάνε και τα ρέστα.

 

Με τα μέτρα μας χτυπάνε

και στις τσέπες μας ορμάνε

άδειασαν τον κουμπαρά μας

πήραν και τα σώβρακά μας.

 

Κι ο δικός μας ο χοντρός

τα ’χει χάσει εντελώς,

μέτρα πιάνει, μέτρα αφήνει

ούτε ευρώ δε θα μας μείνει.

 

Κι αρμέγουν τους ΚΟΥΤΟΥΣ

συνταξιούχους, μισθωτούς

που να κλέψουν δεν μπορούν

και γι’ αυτό τους τιμωρούν.

 

Ενώ κάτι υπερλαμόγια

με γεμάτα πορτοφόλια

ούτε ευρώ δεν τους χρεώνει

τι έχουν μπάρμπα στην Κορώνη.

 

Παν. Τσίπος



Ο άλλος χοντρός

 Ο Άλλος χοντρός

 

Αυτός ήτανε χοντρός

πριν να γίνει υπουργός

άρα δεν μπορείς να πεις

πως ήτανε της αρπαχτής.

 

Μιλάμε για πολύ μυαλό

σαν τον άλλο το χοντρό

και δε λέει πολλές παρόλες

ούτε κάνει καραμπόλες.

 

Έκανε μια πατατιά

και την πλήρωσε χοντρά

όταν σήκωσε μανίκια

και ήθελε αρχηγηλίκια.

 

Για να μας ξελιποθυμήσει

 πρέπει εγκαίρως να μας πείσει

πως απ’ το τούνελ πια θα βγούμε

και δε θα ξεβρακωθούμε.

 

Παν. Τσίπος



Αχ καημένε Καν

 Αχ καημένε Καν

 

Ρωτήσαμε τον Μέγα Καν

να μας πει το πως το κάν(ει)

με τη σούπερ καμαριέρα

στη μεγάλη τη μπανιέρα.

 

Αν ισχύσει η θεωρία

ότι είναι σκευωρία

πάλι φταις μεγάλε Στρος

γιατί είχες φαγούρα στα εμπρός.

Και καλά που έγινε ’κεί

στην κακιά Αμερική

που δε σέβονται γαλόνια

και τους δένουν χέρια - πόδια.

 

Γιατί εδώ στη Γηραιά

θα ’πεφτε στα μαλακά

με εξαψήφια ευρά ούτε γάτα, ούτε ζημιά.

 

Τελικά όσοι κυβερνούν

έχουν τρόπους και μπορούν

φανερά να μας πηδάνε

κι εμείς να χειροκροτάμε.

 

Παν. Τσίπος





 Τσόχα - Δώρος

 

Έβαλε και για αρχηγός

για να νιώθει πιο τρανός

μέγας οραματιστής

και άριστος σοσιαΛΗΣΤΗΣ.

 

Τέσσερα και κάτι δις

είναι λίτρα της ντροπής.

Και δεν είναι απλές μίζες

είναι λίγο ΜΕΓΑ-ΜΙΖΕΣ.

 

Τόσα χρόνια υπουργός

τζέντλεμαν και σοβαρός

μα από κάτω απ’ το τραπέζι

άπλωνε μακρύ το χέρι.

 

Κουραζότανε πολύ

κι έπρεπε να πληρωθεί

έπαιρνε τρανό μπαξίσι

ΟΧΙ για να θησαυρίσει.

 

Ψελίζοντας το προσπαθεί

αποδείξεις για να βρεί

ανακατεύοντας τον τραχανά

μάλλον δε θα πάει μακριά.

 

Εκτός κι αν οι δικαστές

οι απόλυτοι κριτές

το τραβήξουν κάποια χρόνια

και προλάβει να πάει στ’ Αλώνια.

 

Παν. Τσίπος

 

 

 

Νόμοι - Παράνομοι

 

Νόμο ψήφισε η βουλή

που έμοιαζε με διαταγή

να βγούν έξω τα καπνά

από μπαρ και μαγαζιά.

 

Μη φουμάρουμε δημόσια

η ποινή θα είναι γρόσια,

ούτε μέσα σε γραφεία

και δημόσια υπηρεσία.

 

Τώρα μέσ’ τα μαγαζιά

δεν υπάρχει μυρωδιά

πίπες, πούρα και τσιγάρα

κλειδωθήκανε στ’ αμπάρια.

 

Το ’μαθαν οι θεριακλήδες

τα τζιμάνια οι μερακλήδες

κι έπεσαν σε συλλογή μην τους έρθει συγκοπή.

 

Μα οι νόμοι εν Ελλάδι

ισχύ έχουν για ένα βράδυ,

το γνωρίζουν και οι καπνοί

κι εγινήκαν πιο πολλοί.

 

Σαν φουγάρα όλοι καπνίζουν

και τους νόμους ζωγραφίζουν

στα παπούτσια τα παλιά

κι αλλού - που στην κόλλα δε χωρά.

 

Παν. Τσίπος

 

 

 

Ποντικοί

 

OLI REN - OLI REN

την αλήθεια δε μας λέν

κι άλλα μέτρα αν θα πάρουν

τα κλεμμένα να ρεφάρουν.

 

Ποιος τα πήρε τα λεφτά

κι άδειασε τον κουμπαρά;

Πάντως όχι ο μισθωτός

κι ο υπόλοιπος λαός.

 

Με γραβάτες ποντικοί

το τρυπάνε το πουγγί

παίρνουν όλα τα χοντρά

μας αφήνουν τα λιανά.

 

Κλέβουνε χωρίς ντροπή

για... να κάνουν προκοπή

και μας λεν ωραία λόγια

στην υγειά σας ρε κορόιδα.

 

Δε θα παν στη φυλακή

όποια φάκα κι αν στηθεί

έχουν μπάρμπα στην Κορώνη

και μπορεί να τους γλιτώνει.

 

Βάλτε κάποιους φυλακή

ντύστε τους ριγέ στολή

να πειστεί και ο λαός

πως αλήθεια πάμε ΜΠΡΟΣ.

 

Παν. Τσίπος

 

 

 

Στο Κουλουράκι

 

Είχαμε καιρό πολύ

να τον δούμε στο γυαλί

του ΠΑΣΟΚ συνιδρυτής

του ΑΝΤΡΕΑ υμνητής.

 

Τώρα βγήκε στο γυαλί

φουσκωμένος απ’ οργή

γιατί οι σεκιουριτάδες

δεν του κάναν τεμενάδες.

 

Ξέρετε (ρε) ποιος είμαι εγώ

μ’ είχαν κάνει και Υπουργό,

σιγά τώρα τη δουλειά

με τα πεντακόσια ευρά.

 

Σε πιστεύω Άρχοντά μου

και μεγάλε ήρωά μου

φάγατε όλα τα λεφτά

τι να πάρουν τα παιδιά.

 

Τάχωσε και στο Χρηστάκη

που με εκείνου το δοντάκι

έφτασε πολύ ψηλά

και τον γράφει χαλαρά.

 

Όλα είναι σκευωρία

να του φράξουν την πορεία

γιατί έρχονται εκλογές

και του χάλασε ο πελτές.

 

Αμάρτησε για το παιδί του

αυτά μας λέει το βιολί του

διδάσκει πρώην οπαδούς του

πως προστατεύει τους δικούς του.

 

Ρίξε τους τόνους Κουλουράκι

βάλε και λίγο σουσαμάκι

ζήτα και καμιά

συγνώμη μπας και μας αλλάξεις γνώμη.

 

Π.Τ.

 

 

 

Ευρωτρίχες

 

Τρανό μπαρμπέρικο η κυβέρνηση

που από λοσιόν κι αρώματα μυρίζει

ξεκίνησε με λίγο-λίγο κούρεμα

μα τώρα όλα τα ξυρίζει.

 

Δεν κουρεύει μόνο τους μαλλιάδες

δεν ξυρίζει τα μουστάκια, τις γενιάδες

κουρεύει και τους φαλακρούς

ξυρίζει και τους άτυχους σπανούς.

 

Κουρεύει λίγο τα μακριά μαλλιά

ξυρίζει γένια και μουστάκια χαλαρά

μα τους σπανούς και φαλακρούς

τους οδηγεί σε ανώμαλες οδούς.

 

 Όσοι είχαν γένια και μαλλιά

καταλαβαίνουμε όλοι μας καλά

πως γρήγορα, άκοπα και εύκολα

θα βάλουνε στην τσέπη τους λεφτά.

 

Αλί στους καραφλούς και τους σπανούς

που είχαν λίγες τρίχες και ευρά

σίγουρο είναι πια γι’ αυτούς

πως θα ’χουν πάντα άδειο κουμπαρά.

 

Παν. Τσίπος

 

 

Τσίπα

 

Οι παλιοί πολιτικοί, οι παλιοκαραβάνες

που μιλούν και φέρονται σαν παλιο.....νες,

είπαν για τον Άλεξ Τσίπρα

πως δεν έχει διόλου Τσίπα.

 

Κι ένας φίλος με μυαλό

ρώτησε έναν παλιό,

αν αφήσαν λίγη τσίπα

για να δώσουμε στον Τσίπρα.

 

Μα ο παλιός μουγκάθηκε

έκανε πως δεν άκουσε,

την κουβέντα πήγε αλλού

στο φούρναρη, στη Μιχαλού.

 

Είναι δυνατόν οι θύτες

οι μεγάλοι αγιογδύτες,

για την τσίπα να μιλάνε

όταν πάντα μας πουλάνε;

 

Στο σπιτικό του κρεμασμένου

δε μιλάνε για σκοινί,

γιατί τα έργα σας τα ξέρουν

και ο φούρναρης και η Μιχαλού.

 

Παν. Τσίπος





Ύμνος Στους  Μπιριμπάκηδες

 

Στον καφενέ σε μια γωνιά

κάθεται μια συντροφιά

γύρω αχνιστοί καφέδες

τσίπουρα χωρίς μεζέδες.

 

Μπιριμπάκηδες τους λένε

κι μας κάνουνε να κλαίμε

με τα ΑΝ τους και τ΄αστεία

στήνουν γύρο τους πλατεία.

 

Χαρτί τραβά με μεράκι

ίσως να ΄ναι μπιριμπάκι

τη μπιρίμπα σου να κάνεις

κι αντιπάλους να τρελάνεις.

 

Πάρε πρώτα το ματσάκι

κάνε και κάνα κολπάκι

φτιάξε γνήσια την μπιρίμπα

στείλτ΄ τους άλλους για τα γίδια.

 

Μπιριμπάκηδες ξεφτέρια

μην τραβάτε τα μαχαίρια

παίξτε μόνο την μπιρίμπα

το παιχνίδι πάει πρίμα.

 

Μη χτυπάτε τους χαμένους

και ολίγον ηττημένους

αύριο θα ΄ναι η σειρά σας

θα σας σπάσουν τα πλευρά σας.

 

Και τα σπάνε με μανία

με πειράγματα κι αστεία

κι όλοι γύρω σας γελάνε

και συχνά χειροκροτάνε.

 

Στο χωριό σαν κατεβαίνω

και στον καφενέ πηγαίνω

θέλω να ΄ναι στην γωνιά

της μπιρίμπας τα παιδιά.

 

 

Παν.Τσίπος

 

 





Του γέρου το κατάντημα

 

Ένα ζευγάρι ταιριαστό, αϊτός και περιστέρα

πέντε αγόρια κάνανε και μία θυγατέρα.

 

Αυτοί με την αγάπη τους και τη σκληρή δουλειά τους

μεγάλωσαν και πάντρεψαν τα έξι τα παιδιά τους.

 

Σπίτια τους κάναν βολικά, με σάλες και μπαλκόνια
να ζήσουν αυτοί άνετα, οι νύφες και τα εγγόνια.

 

Και εκεί που όλα ήτανε καλά και όλοι ευτυχισμένοι η μάνα τους

αρρώστησε και ξαφνικά πεθαίνει.

 

Τη μάνα τους τη θάψανε και ο γέρος την κυρά του,

συμβούλιο κάνανε αυτός και τα παιδιά του.

 

Ο γέρος τώρα μοναχός δεν ημπορεί να μείνει
το πρόβλημα είναι αυτό «ο γέρος τι θα γίνει;»

 

Ο ένας λέει στον άλλονε και ο άλλος εις τον άλλο
«Το γέρο σεις να πάρετε, εγώ πού να τον βάλω;»

 

«Το σπίτι μου είναι μικρό», «εγώ δεν έχω μέρος»,
«Πού να βολέψω τα παιδιά και πού να μείνει ο γέρος;»

 

Και ένας - ένας φύγανε χωρίς να βρούνε λύση κι έμεινε

ο γέρος μοναχός το πρόβλημα να λύσει.

 

Και κουρασμένος ξάπλωσε στο έρημο κρεβάτι όλη τη νύχτα

ξάγρυπνος χωρίς να κλείσει μάτι.

 

Τόσες θυσίες έκανε, τόσο μεγάλο αγώνα και δεν υπάρχει

πια γι’ αυτόν αγάπης μια σταγόνα;

 

Το σπίτι τού ’ρχεται μικρό, πλέον δεν τον χωράει θέλει να φύγει

μακριά κάπου αλλού να πάει.

 

Δυο ρουχαλάκια έβαλε μες την βαλίτσα μόνο και έκλεισε

το σπιτάκι του με στεναγμό και πόνο.

 

Χαιρέτησε το κλήμα του που είχε στην αυλή του τις γλάστρες

που ξεράθηκαν σαν έφυγε η καλή του.

 

Κλείνει την πόρτα της αυλής και στέκει παραπέρα και

κοίταξε το σπιτάκι του για τελευταία μέρα.

 

Σέρνει τα βήματα βαριά, βαρύτατη η καρδιά του
αφού πλέον δεν θα έβλεπε ξανά τη γειτονιά του.

 

Κεράκι πήγε και άναψε σ’ αυτή που είχε αγαπήσει
και της ορκίστηκε, «ποτέ δεν θα τη λησμονήσει».

 

Και κλαίγοντας σαν έφυγε απ’ το Νεκροταφείο

πήρε την άγουσα για το Γηροκομείο.

 





Στο χωριό μου

 

 

ΑΪ-Μάμα λένε το βουνό

που σ’ έχει αγκαλιά του,

Στρέζοβα όνομα παλιό

Δάφνη το καινούριο σου.

 

Στις γειτονιές σου θέριεψα

παίζοντας στις αλάνες

τα όνειρα μου έχτιζα

στ’ αλώνια και στις μάντρες.

 

Την Άνοιξη είσαι πράσινο

και το Χειμώνα άσπρο,

το Καλοκαίρι ζωντανό

το Φθινoπώρι έρμο.

 

Χωριό μου όμορφο - άσχημο

όπως και να ‘σαι μάθε,

θα σ’ έχω πάντα στην καρδιά

Ποτέ δε σ’ απαρνιέμαι.

 

Κι όταν ανάγκες με κρατούν

μακριά απ’ τα χώματά σου,

μετρώ τις ώρες τα λεπτά

να ξανάρθω κοντά σου.

 

Παν.  Τσίπος