Η Σάτυρα στη Δάφνη



Η  ΣΑΤΙΡΑ  ΣΤΗ  ΔΑΦΝΗ  (ΣΤΡΕΖΟΒΑ)

 

Στη Στρέζοβα (σημερινή Δάφνη) καλλιεργήθηκε πολύ το είδος του έντεχνου λόγου, “η σάτιρα”, η οποία δείχνει αναμφισβήτητα μια βαθειά πνευματικότητα και προϋποθέτει μια καλλιέργεια ψυχής, στο να δώσει και να δεχτεί την καλόβουλη σάτιρα. Ο λαϊκός σατιρικός ποιητής είναι προικισμένος με μια ξεχωριστή, θα λέγαμε, ευαισθησία και διαθέτει ένα ακονισμένο, όσο και οξύ αισθητήριο.

Η Στρέζοβα έχει να δείξει πολλούς, σατιρικούς ποιητές, χωρίς βέβαια περγαμηνές και βραβεία, αλλά με αξιόλογο ταλέντο και τέχνη στη δουλειά τους, που ποτέ της δεν γράφτηκε και που διασώθηκε “όση διασώθηκε” από στόμα σε στόμα, χάρις στο λαϊκό ζωντανό της στοιχείο, στο περιεχόμενο και στην έξυπνη καλοδοσμένη και καλοδεμένη ρίμα, όπως γράφει ο αείμνηστος Αντρέας Δαφναίος (Ανδρέας Ι. Σωτηρόπουλος) στο βιβλίο Π.Δ. Παπαδημητρακόπουλου ΔΑΦΝΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ “Η σάτυρα στη Δάφνη (Στρέζοβα Καλαβρύτων)”.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΗΣ - ΚΟΥΤΡΟΥΤΣΟΣ

Ο Κώστας Βένης - ένας γραφικός, όσο και μοναδικός τύπος παραμυθά της παλιάς Στρέζοβας - καυχιότανε μια μέρα στον καφενέ, για το “τυχερό” του Παντελή του υιού του, που τον προξένευε στο Σοπωτό.

Μου τα δώσανε εκατό

επροχτές στο Σοπωτό.

 

Εκατό χιλιάρικα, για κείνη την εποχή, ήτανε σημαντική περιουσία, που δύσκολα τα έβρισκες σ’ ολόκληρο το Σοπωτό.

Και αυτοστιγμή ο Κουτρούτσος (Δημήτρης Παναγιωτακόπουλος) ένας από τους πιο καλούς σατιρικούς της Στρέζοβας, συμπλήρωσε έμμετρα:

 

Σαν πολλά τα λες ρε Βένη

στο Σοπωτό παράς δεν βγαίνει.

Άντε σύρε στη Τοπόστα

πόχουνε το χρήμα πόστα.

 

Ο Βένης πήρε τελικά νύφη από την Τοπώστα, χωρίς βέβαια τα…...εκατό.

 

Ο Κουτρούτσος είχε έμφυτο το ποιητικό ταλέντο. Οι σάτιρές του, αγκαλιάζουν όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής και καυτηριάζουν, με τρόπο σαρκαστικό, τις ενέργειες των συμπατριωτών του, που δεν είναι και τόσο επιδοκιμαστικές:

 

Ο Σαμπάς και η Μαρία                         Και τα παίρνει η Μαριγώ

κλέψανε την εταιρεία.                           και τα πάει στο χωριό

Δεν αφήκανε κασμά                             και τα δίνει του Μανώλη

δυναμίτη πουθενά.                               για να φτιάξουνε τ’ αλώνι.

 

Η “εταιρεία” για την οποία μας μιλά το σατιρικό κομμάτι, είναι η τεχνική εταιρεία, που το 1926-27 και 1929-1931 είχε αναλάβει τη διάνοιξη του δρόμου Καλαβρύτων - Πριόλιθου - Αροανίας - Τριπόταμων. Στο δρόμο αυτό απασχολήθηκαν περισσότεροι από χίλιοι εργάτες και εργάτριες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Στρεζοβινοί.

Δουλειά σκληρή, από ήλιο σε ήλιο, χωρίς αναπαμό και το μεροκάματο μικρό.

 

ΑΠΕΡΓΙΑ - ΚΟΥΝΙΟΣ

Οι συνθήκες αυτές καλλιέργησαν με τον καιρό το αίσθημα μιας κατάφορης αδικίας και εκμετάλλευσης, σε βάρος των εργατών του δρόμου, που οδήγησε σε μια ασυνήθιστη απεργία, στην οποία πρωτοστάτησαν οι Στρεζοβινοί εργάτες, με επικεφαλής τον γέρο Κούνιο (Χαραλ. Μπουσιούτη), ο οποίος δούλευε σαν επιστάτης. Ο γέρο-Κούνιος είχε ζήσει στην Αμερική και αναμφισβήτητα, οργάνωσε αυτή την απεργία, την πρώτη στην επαρχία Καλαβρύτων.

Το πρωτοποριακό αυτό εργατικό εγχείρημα, υπήρξε ένα συνταρακτικό γεγονός.

Ο Κουτρούτσος το διέσωσε σε ένα μεγάλο σατιρικό ποίημα, από το οποίο, μόνο αποσπάσματα βρήκαμε.

 

Ο γέρο-Κούνιος φώναξε, στράκυ, ρε κερατάδες

και αλλού τα φτυάρια πήγανε κι αλλού πάν’ οι κασμάδες.

 

Στην απεργία, πήραν μέρος και οι τρεις Στρεζοβινοί κλαριτζήδες, Χαραλ. Μάρης, Μήτσος Μαυραγάνης ή Φροσυνάς και Ιωαν. Ρηγόπουλος ή Καρκατζέλης.

 

Οι κλαριτζήδες φύγανε κι οι τρεις με την αράδα

και πήρανε μια εικοσαριά και πήγαν πατινάδα.

Ο Μάρης πάει από βραδιού κι ο Φροσυνάς το γιόμα

και ο Καρκατζελόγιαννης δεν φόρτωσε ακόμα.

 

 

ΑΖΩΡΗΣ

Πολλοί από τους απεργούς ξανάπιασαν δουλειά την επομένη, μερικοί όμως τράβηξαν για το Μοναστηράκι Γορτυνίας όπου σε αυτά τα έργα δούλευε, σαν επιστάτης ένας άλλος Στρεζοβινός, ο Αζώρης (Νικόλαος Αντωνόπουλος) που διέδιδε στο χωριό, πως το μεροκάματο στο δρόμο Μοναστηρακίου ήτανε μεγαλύτερο.

 

Ο Νικολής της Ζιώζαινας κι ο Γιώργης τ’ Ασημάκη

απ’ το Μοστίτσι φύγανε, για το Μοναστηράκι.

Είδανε δεν το βγάνανε, ήταν μεγάλο ζόρι

και τρέξανε ογλήγορα, να βρούνε τον Αζώρη.

 

 

ΛΑΪΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΜΠΑΝΕΣ

Στη σατιρική δημιουργία του Κουτρούτσου, διασώθηκε και η πρώτη απόπειρα δημιουργίας λαϊκού θεάτρου, που έγινε προπολεμικά στη Στρέζοβα, από τον Μπανέ (Πάνο Σπηλιόπουλο).

 

“Δεν πιάσανε δεκάρα”

και ο Μπανές εφώναξε:

Απόψε τα μεσάνυχτα

επέσανε δυό σμπάρα.

 

Μια ακόμη σάτιρα του Κουτρούτσου για τον Θοδωρή το Βίνη όταν μεθυσμένος έπεσε κάτω στης Νιοκαλίνας.

 

Μια μέρα έγινε στουπί

Σε μια στιγμή σκουντούφλισε

και τούρθε σκοτοδίνη,

από την παραζάλη

λέμε για τον αξέχαστο

στης Νιοκαλίνας έπεσε

το Θοδωρή το Βίνη

κι άνοιξε το κεφάλι.

   

Τα είχε πιει από νωρίς

Η Νιοκαλίνα έτρεξε

και είχε μαστουρώσει,

και πάει στο βαρέλι

και να πάει σπίτι του

παιδάκι μου τι προτιμάς

έπρεπε να σουρουπώσει.

ρετσίνα ή κοκκινέλι;

   

Στο δρόμο κατηφόρισε

Ο Βίνης εσηκώθηκε

αργά στο καλτερίμι,

πάει λίγο πιο πέρα.

δεν έβλεπε τη μύτη του

Ρε θειά δεν ήρθα για να πιω

ο άμοιρος ο Βίνης.

να πω μια καλησπέρα.

 

  Νάσαι καλά παιδάκι μου

  που ήρθες να με δεις.

  Να πεις την καλησπέρα σου

  λίγο πριν κοιμηθείς.

 

 

Ο Θοδωρής Βίνης (Θεόδωρος Θεοδορόπουλος) όπως τον γνωρίσαμε όλοι, παρά τα προβλήματά του, ήταν μονίμως πηγή γέλιου, γι’ αυτό μαζευόμαστε γύρω του περιμένοντας τα επόμενα λόγια.

Ετοιμόλογος, χωρατατζής και με φοβερές ατάκες πολλές από τις οποίες επαναλαμβάνονται ακόμα και σήμερα από τους νεότερους.

 

ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΤΣΟΥ

Ιδιοχείρως γραμμένη για επεισόδιο που έγινε στη Στρέζοβα

 

 

Στο σπίτι του….όγιαννη, δίπλα στ΄ ….ένη

aυλή και σκάλα βρέθηκαν στα αίματα βαμμένη.

Μεγάλος, ντόρος έγινε στης …. του ….

Τον ….γιάννη κτύπησαν την νύχτα η ώρα μια!!!

Του σπάσαν το κεφάλι του κι ειν΄ άρρωστος  ετώρα!

Τι ήθελε, τι γύρευε στη ..ω τέτοια ώρα;

 

Επήγε, λέει, για δάνειο, να της το παραδώσει,

Αλλά είναι ευνόητον πως πήγε για να ….!

Μήπως πήγε σε τράπεζα-νυκτερινό ταμείο

που λέει πως πήγε για λεπτά την νύκτα η ώρα δύο;

Άφες τις τρίχες Γιώργη μου και κάμε το κορόιδο

κοίταξε το κεφάλι σου, που στο φτιάξαν ρόϊδο!

 

Στο Σοπωτό σφάζουν αρνιά . Στη Χόβολη κριάρια

και στις ….ιλως την ποδιά σφάζονται παλικάρια.

 

Κυρά …ουλα μου, χήρα …ουλα

για σε συνέβησαν αυτά, για σε γεννήκαν ούλα.

Κυρα ….ουλα μου, έμμορφη σαν την πούλια

στα μούτρα σαν τη σκύλα μου, ψιλή σαν μια γαϊδούρα

στα μάτια μοιάζεις αλεπούς, στα χείλη το μουλάρι,

έχεις τέλος κορμοστασιά και ευμορφιά και χάρη.

 

Γι αυτό οι αγαπητικοί σκοτώνονται με ξύλα

κι έρχονται από πίσω σαν τα σκυλιά στην σκύλα

και σπάνε τα κεφάλια τους για σένανε οι φίλοι

όπως και στον τυρόγαλλο φιλονικούν οι σκύλοι.

Φιλονικούν σαν γάϊδαροι σε ξένον αχερώνα

και βγάζουνε τα μάτια τους για μια πριμαντόνα.

 

Και η Γ… τ’ άκουσε, πολύ της κακοφάνη

τρέχει στη Β.Γ. συμβούλιο να κάμη.

Τρέχει η Π…, το λοιπόν και η Κ… λέει:

-Έλα, συμβούλιο έχουμε, η Τσ… μας γυρεύει

και το συμβούλιο έβγαλε απόφαση να ειπούνε

πως μόνος  του σκοτώθηκε, μην ανακαλυφθούνε…

 

Κι ο Γέρο-Κώστας, λίαν πρωί, στο χάραμα, πηγαίνει

και βλέπει σκάλα και αυλή στα αίματα βαμμένη.

Τρέχει με τις μαγκούρες του, και πάει στον Αστυνόμο

-Γρήγορα, καπετάνιε μου, να ειδής για κάποιο φόνο!

 

Εκείνος δε ξεβράκωτος, με μια παληοπιτζάμα,

παίρνει μαζί τον Σερβετά, πηγαίνουμε αντάμα.

Εκεί εγώ διέκρινα, έναν γιατρό με μύτη

ως και τον μπακαλόγατο…. Τον Ανδρίκο.

Κι ο Παπασκύρου έψαχνε το αίμα που πηγαίνει

και σαν το χιόνι το λαγό στου …Γιώργη μπαίνει.

 

Είνε φρικτόν και τρομερόν, που λες, αγαπητέ μου,

αυτό, λοιπόν, κυρ Νταφαλιά, δεν το είδα ποτέ μου!

Τους άλλους όλους, έδιωξε, εκτός του Δαφαλιά.

Έλα κυρ Γιώργη πέσε μας, γράφουμε πρακτικά,

κι έγραφε ο Μπαμπατικός με μια μεγάλη Πέννα

το χέρι του όμως έτρεμε, που είδε τόσο αίμα.

 

-Έλα, κυρ Γιώργη, πέσε μας, όλα γυμνή αλήθεια,

βρε αδελφέ, πως μπλέχτηκες εσύ σε τέτοια δίχτυα.

-Τίποτα δεν έχω για να ειπώ. Ήμουνα μεθυσμένος

στη….  πήγα μια μαλλί και βγήκα κουρεμένος

αυτά συνέβησαν, κύριοι, δική μου η κουταμάρα,

εγώ την έχω συγγενή και όχι φιλενάδα…

 

Κι ο αστυνόμος έγραφε όσα άκουσ’ απ’  … το Γιώργη

και φεύγοντας εβόησε, τον κάνανε χταπόδι!

Πολλοί την επισκέπτονταν τη …ω νύχτα ημέρα

κι ο φουκαράς επλήρωσε ο Γιώργης τα σπασμένα.

Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά, στη Στρέζοβα πέφτει χιόνι

τον …Γιώργη φάγανε της κεφαλής οι πόνοι.

Χαιρέτα Μούζη - πλάτανο καθώς και κρύα - Βρυσούλα

τον μαύρο - Γιώργη φάγανε η … και η νύχτα .

Κι αν σ’ αρέσει μπαμπά- ….,ξανατράβα για χαμπέρι

και τότε το κεφάλι σου θα βάλουμε πιπέρι…

Το κα…, φιίλε μου, τ’ απάνω σού’χει  φάει

τώρα κάτσε κι αγνάντευε ή … πούθε πάει… 

 

 

ΑΛΛΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΤΣΟΥ

 

Ο Μήτσος εσυριάναγε

τη νύκτα μέσ’ τις πόρτες

κι ο Λιακογιώργης τόχε σίγουρο

και ράβει τις καπότες.

 

              ◄►

 

Ο Κονταλής κι ο Σκάγιας

πήρανε τους γκράδες

και πάνε για νυφάδες.

 

  ◄►

 

Ο Τζιώρας ήτανε δαυλί

κατέβει από τη σκάλα

το Μήτσο εφορτώθηκε

και ζήταγε τσιγάρα.

 

 

 

Ο ΓΕΡΟ-ΑΝΤΡΙΚΑΚΗΣ (Ανδρέας Γεωργόπουλος)

 

Ένας άλλος Στρεζοβινός σατιρικός ποιητής, μ’ εξαιρετικό ταλέντο και πλούσιο ποιοτικά και αριθμητικά έργο, ήταν ο γέρο-Αντρικάκης (Ανδρέας Γεωργόπουλος), ένας πανέξυπνος, εύθυμος και παράδοξος τύπος χωρικού, που οι σάτιρές του διατηρήθηκαν περισσότερο στη λαϊκή παράδοση, παρ’ ότι ο γέρο-Αντρικάκης είναι αρχαιότερος του Κουτρούτσου. Το σατιρικό υλικό, που άφησε ο γέρο-Αντρικάκης, είναι τόσο πολύ και ποικίλο, που αν συγκεντρωνόταν θα μπορούσε αναμφισβήτητα ν’ αποτελέσει ξεχωριστό μελέτημα.

 

Σε όλη του την οικογένεια είχε δώσει δικά του ονόματα ο γέρο-Αντρικάκης. Έτσι ο γιος του Χαράλαμπος άκουγε στο παρατσούκλι (Ντρούλιας), τον Αλέξη τον φώναζε (Σκάγια), τον Γιώργη (Ντάκουρα) και τον Νίκο (Κονταλή). Την γυναίκα του την λέγανε Αθηνιά και την κόρη του Δέσπω.

Στην πλούσια σατιρική του δημιουργία δεν είναι λίγα τα κομμάτια εκείνα, π’ αναφέρονται στη δική του οικογένεια:

 

Φέρτα κάτου Ντάκουρα

Τα γουρούνια κάνουν “γρα”

κουρεμένα κι’ άκουρα.

πάρε Κονταλή το γκρα.

Φέρτα κάτου σύ ρε σκάγια,

Τη γουρούνα την καρβούνα,

μη σε φάνε τα τσακάλια.

φτιάσει η Αθηνιά τη γούνα.

Φέρτα κάτω σύ ρε Ντρούλια,

Τη γουρούνα την καστάνα

τα κατσίκια τα βετούλια.

φτιάσει η Δέσπω μας τη διάνα.

 

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΥΦΑΔΕΣ ΤΟΥ

Την Παρασκευή του Κούλη, που παντρεύτηκε ο γιός του ο Ντρούλιας και την Καρυτινιά που παντρεύτηκε ο γιός του ο Σκάγιας και πήρε προίκα κάτι κουβάρες.

 

Αθηνιά, μωρ’ Αθηνιά,

Φτιάσε χώρια το πεζούλι

φτιάσε χώρια τη γωνιά,

τ’ έρχεται η Παρασκευή του Κούλη.

τι έρχεται η Καρυτινιά,

Θέλει χώρια το τσουρούλι

με τις κουβάρες στην ποδιά

και θα μείνουμε στην μπάντα ούλοι.

 

Χώρισε και το σκαφίδι,

τι θα την φάει το μαύρο φίδι.

 

 

ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΝΙΚΟΛΑΚΗ

Σ’ ένα τετράστιχο, ο γέρο-Αντρικάκης, σατιρίζει την κακομεταχείριση του Νικολάκη (Παπαχαραλάμπους) από τα παιδιά του.

 

Που είσαι μωρ’ Νικολάκαινα, να δεις το Νικολάκη,

πως τον σέρνουν τα παιδιά στη μέση το σοκάκι.

Τόνα με ξύλο τον βαρεί, τ’ άλλο με το μπαστούνι,

το τρίτο το καλύτερο, του σπάει το ρουθούνι.

 

Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ

Στον αποκλεισμό του 1917, η Στρέζοβα, παρά το γεγονός ότι υπήρξε η πιο σιτοπαραγωγική περιοχή της Αχαΐας και Αρκαδίας, δοκίμασε τη στέρηση και την πείνα, από απρονοησία των κατοίκων της, που βιάστηκαν να εμπορευθούν τον πολύτιμο καρπό της. Περισσότερη φανερή έγινε η πείνα στα σπίτια των επαγγελματιών και των υπαλλήλων, οι οποίοι, είτε δεν είχανε δικά τους κτήματα, ή όσοι είχαν, δεν τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά τα έδιναν “μισιακά”.

Ο γέρο-Αντρικάκης βρήκε την ευκαιρία να τους τα ψάλει, ποιητικά βέβαια για τα καλά, βγάζοντας έτσι το άχτι του και παράλληλα υπογραμμίζοντας την κοινωνική του θέση, που μοναδική φορά βρέθηκε προνομιούχα.

 

 

Οι γιατροί και οι δασκάλοι

Και ο Θύμιος ο γιατρός

και μια δεκαριά μεγάλοι,

πέντε μέρες νηστικός.

την έπαθαν οι καημένοι,

Και η δόλια η Χαρίτσα

τη χρονιά τη μουτζωμένη,

κάπου βρήκε μια κορίτσα.

που δεν έμεινε σιτάρι

― Θες και σύ μωρ’ Τούλα;

και μας φάγαν το κριθάρι.

― Νάχα μια φετούλα!

Το σκαπέταγαν μ’ ευγένεια

Μας το φάγαν το κριθάρι

όπως ήταν με τα γένεια.

και τσινάνε σαν γαϊδάροι.

 

◄►

 

Ακούστε καθιζούμενοι

Αφήστε τα καλαμάρια

και ’σείς γραμματιζούμενοι:

και πάρτε τα ξινάρια

έφτασε μια δραχμή το σιτάρι

και κολλήσατε στα πλάγια

και ογδόντα το κριθάρι.

και βγάλτε τα λιθάρια.

 

 

Για να σπείρετε κριθάρι

για να φάτε, βρε γαϊδάροι!

 

 

Σχετικά με την ποσότητα της σιτοπαραγωγής καθώς και της πώλησης της, ο Κώστας Ανδρέου Τράπαλης συνέθεσε το παρακάτω ποίημα:

 

Στρέζοβα με τα σιτάρια σου και τα καλά κρασιά σου,

μεθύσματα φιλόξενα και με την ομορφιά σου!

 

Ήσουνα πρώτη στο ντουνιά και σ’ όλα τα παζάρια,

Λεβίδι και Μαγούλιανα, Τρόπαια και Λαγκάδια.

 

Σε καρτερούσαν, Στρέζοβα, για να τους πας σιτάρια,

φορτώματα, φορτώματα, τα άξιά σου μουλάρια.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Το 1918 Πρόεδρος της Στρέζοβας εξελέγη ο Χρήστος Παπαναστασίου. Το γεγονός ιστορήθηκε σατιρικά, από τον μοναδικό γέρο-Αντρικάκη, αλλά ατυχώς, δεν διασώθηκε ολόκληρη η σάτιρα, παρά μόνο το πρώτο δίστιχο.

 

Τι τύχη πούχε η Στρέζοβα, το φετινό το χρόνο,

εβγήκε ο Κίτσιος Πρόεδρος και κάθεται στο θρόνο.

 

 

ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΠΑΓΩΓΗ

Μια εκούσια απαγωγή, που ωστόσο ακολουθείτε, “όπως και οι ακούσιες” όλη την περιπετειώδη διαδικασία του κυνηγητού, με πολλά ευτράπελα.

 

Πήρε ο Κόλλιας τη γυναίκα

πάν, κοντά τριακόσιοι δέκα.

Πάει κι ο Νιόνιος πιλαλώντας,

με τα χείλια του κρεμώντας

και με τα βρακιά κρατώντας.

Μόλις έπεσε στου Ντρούκα,

λες και έπεσε στην τρούπα.

 

     ◄►

 

Στου Καρασεμτά απ’ εκεί

πήρ’ ο Σταύρος τη γκαβή

και σκαπέτηκε στου Ντρούκα

σάμπως νάπεσε στην τρούπα.

Και σκαπέτη στη σειρήνα

και ζεστάθη η Κωσταντίνα.

 

 

ΤΟΥ ΤΖΙΝΤΑΝΟΥ ΟΙ ΣΥΜΠΕΘΕΡΟΙ

 

Επήγα κι εγώ να ιδώ

Τζιντανέικο συμπεθεριό...

 

Τηρά μπροστά τηρά και πίσω

Κι ο χονδρόκωλος στη μέση

δεν μπορώ να τους μετρήσω...

με το κόκκινο το φέσι

Του Τζιντάνου οι συμπεθέροι

ποιος αδειάζει να τον χέσει.

ήσανε μεγάλο ασκέρι.

Βλέπω και την Αρετή

Πέντε μπρος και πέντε πίσω,

την ποδιά της να κρατεί...

δεν μπορώ να τους μετρήσω...

― Τι είν’ εφτούνα, Αρετή;

 

― Τα βαρίδια του Τρουπή.

 

 

Ο γέρο-Αντρικάκης σατιρίζοντας τους πολιτικούς της εποχής του:

 

Φουρνιές καρβέλια τάζουνε

Ελάτε για να φύγουμε

να πάρουν τη σφραγίδα

να πάμε σ’ άλλον τόπο

να μας κάνουνε να ξυόμαστε

να βρούμε την αναπαή

σαν τη ψωριάρα γίδα.

και ας κάνουμε και κόπο.

   

Όσα καλά κι αν έκανες

Σηκώτε για να φύγουμε

Ζαΐμη στην Αθήνα!

να πάμε στην Αγγλία

Τα δόλια τα Καλάβρυτα

να βρούμε την αναπαή

ψοφούν από την πείνα.

και την ελευθερία.

   

Όλα τα μέρη έγιναν

Εμαζευτήκαν οι τρανοί

από καιρό Παρίσια,

εβάλανε τους φόρους

τα δόλια τα Καλάβρυτα,

στέλνουν τους Χωροφύλακες

εμείνανε στην πίσα.

μας τρώνε τους κοκόρους.

 

 

Εσείς τρώτε και πίνετε,

γλεντάτε τη ζωή

και η κατακαημένη Στρέζοβα,

ζει εκατό χρόνια πίσω απ’ αυτή.

 

 

ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

 

Δημογέροντας δεν βγαίνω!

Τη Δευτέρα τι θα γένω!

Τη Δευτέρα και την Τρίτη,

θα μου κόψουνε τη μύτη.

 

 

 

ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ

 

Γελάσαν την γερόντισσα

της τά’ξαν και παράδες

και πήγε και εψήφισε

πέντε-έξι μασκαράδες.

 

Τον Μαραβέλη ψήφισε

κι αυτόν τον Καλαβέσιο!

Αφού δεν έφαγα ομματιά

να κάτσω να τους... χέσω.

 

 

Σατιρίζοντας τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς κάποιου από των υιών του.

 

Τον βάλανε στ’ αχούρι

και κοιμάται σαν γαϊδούρι.

Ψωμάκι δεν του δώσανε

τ’ άλοτρου να υπνώσει

τον διάβολο ετράβηξε

όσο να ξημερώσει.

 

Σατιρίζοντας την απαγωγή της Πανώριας του Ντρούκα από τον Θανάση Μπερλέμη.

 

Ρε Μπερλέμη, ρε κουρούνη

τι ήθελες στο Δρακοβούνι;

Συ δεν ήσουν περασμένος,

τώρα γράφεσαι χαμένος.

 

    ◄►

 

Για της Πανώριας το φουστάνι

χάθη του Μπερλέμη η στάνη.

 

   ◄►

 

Ρε Θανάση, ρε ψυρή,

τίθελες στο Δρακοβούνι εσύ;

 

 

Η απαγωγή της Ρεβέκκας από τον Λέλο (Λειβαρτζιού)

 

Άσπρος κόκκορας λαλεί

στου γερανιού την αυλή.

― Μας εκλέψαν τη Ρεβέκκα

και την πάν’ στα Βεσινέικα.

 

Και την πάν στου παπ’ Αντώνη

που, έτσι θέλει, στεφανώνει.

― Δεν τον θέλω, ρε παπούλη.

― Πάρτονε, ρε κλαψοπούλι!

 

 

ΟΙ ΓΥΦΤΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΑΝΟ

Η Στρέζοβα είχε 2-3ζυγιές” από δικούς της οργανοπαίκτες, στερούσε όμως στα ταούλια και στις καραμούζες. Έτσι, τη φορά αυτή είχαν έρθει από το Τραγανό Ηλείας, οι ξακουστοί γύφτοι καραμουζοπαίχτες.

 

Ήρθαν οι γύφτοι απ’ το Τραγανό

να μάθει ο Κονταλής χορό.                      (γιος του)

Κι ο Παντελής τ’ Αλέξη         (Ρουμανιά, που δεν χόρευε ποτέ)

πηδάει στα τριάντα έξι.

Κι ο Γιώργος του Γυαλιά

σειέται σαν δεντρογαλιά.

Κι ο Αλέξης του Καφετζή

τον πάει σια ’δώ σια ’κεί.

 

 

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΪΛΑ

(Έπεσε το σπίτι)

 

Κάτω στου Καΐλα

θόρυβος μεγάλος γίνεται,

για να πά να ιδώ τι γίνεται.

Πήγαν οι Τασιές και πέσαν οι μασιές.

Πήγε και η Ροϊδούλα (κόρη του)

και πέσαν τα πάτερα ούλα.

Πάει κάτου, στον αέρα

κι ο Σαϊτανογιάννης με την παντιέρα            (δίσκος για κεράσματα)

κι η γριά η Μακρού

βρέθηκε στο τσέπι του βοδιού.

 

 

Ο ΒΟΥΡΤΣΙΑΝΗΣ

Ο Βουρτσιάνης το’παιζε Δον Ζουάν στην εποχή του, γι’ αυτό τον ρώτησε δηκτικά ο γέρο - Αντρικάκης:

― Βρε Χαράλαμπε Βουρτσιάνη,

πώς επήγε το συργιάνι;

 

Βγήκαμε ψηλά στα όρη

για της Ντρούκαινας την κόρη.

 

    ◄►

 

Κακό πόπαθες Βουρτσιάνη

με τον Ντρούκα στο σεργιάνι.

Άλλη πέρσυ, άλλη φέτος,

κακό πόπαθες Βουρτσιάνη.

 

 

Ο ΣΑΪΤΑΝΗΣ ΓΥΡΕΥΕΙ ΣΙΤΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΟΓΙΑΝΝΗ

Το γεγονός το διηγείται ως εξής ο στίχος του γέρο-Αντρικάκη:

 

― Καλημέρα σου σε λέω

θέλω γέννημα σου λέω.

― Σώπα ρε παλιο-Σαϊτάνη

να ρωτήσουμε το Γιάννη.

― Ένα φόρτωμα σε φτάνει;

― Ένα φόρτωμα κι ακόμα,

στέκουν μ’ ανοιχτό το στόμα.

Είναι όλοι εννιά νομάτοι

κι έχουν γουρλωτό το μάτι.

 

 

Άλλοι στίχοι του γέρο-Αντρικάκη

 

ΟΙ ΚΟΚΚΟΡΟΙ

 

Στης Κώσταινας το κλειώρι

εκουρνιάσαν τρεις κοκκόροι.

Ένας ήτανε τρανός

κι ένας λίγο μαυριστός

κι ένας τρίτος μερελός,

που λαλεί την καταυγή

να ξυπνάν οι μερελοί.

 

Μα λαλεί και στο φώτισμα

σιγαλά και νόστιμα

και ξυπνάει το Σκουρτσή,

τον Κυριάκο τον Μυξή.

Και ξυπνάει τον Παπακόλια

πώχ’ ο κώλος του τριβόλια.

 

ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΣΕΝΟΥ

 

Αλέξη με τη σάλπιγγα

και Κώστα με τη γκάϊδα

και σύ ρε μαύρε Θόδωρε

σαν σκούρκος στην κουφάλα.

 

 

ΝΥΦΑΔΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΙ

 

Τέσσερες νυφάδες και τέσσερις γαμπροί

θερίζουν στο Διακόπι, κανείς μην τους ιδή.

Θερίζουν στο Διακόπι και στο παλιό το κάστρο

και βάλανε να φάνε στο παλιό το τράστο.

 

Οι τρεις τους ήσαν ξένες κι η μια Στρεζοβινιά

κι από τις τρεις τις ξένες κι από την Στρεζοβινιά,

η μια η ομορφότερη ήταν Καρυτινιά.

 

Κι εκείνη από την Στρέζοβα τη λέγαν Παναγιώτα (Σιλαχά Μήτσου)

της τοποστινιάς εμίλησε

απολογήθη η Ντουνεσιώτα (του Αζώρη η γυναίκα Χαριτίνη)

και η Καβελαριώτα.

 

 

Ο ΑΥΔΙΚΟΣ

Β. Ράλλης - Κήρυξ (Προφωνάκτης)

 

Πάει Αυδίκος στο Κοτρώνι

σαν σκατζόχοιρος στο χιόνι.

 

 

Η ΧΡΗΣΤΑΙΝΑ

Ο γέρο-Αντρικάκης είχε σέμπρα την Κοττακο-Χρήσταινα, η οποία επήρε το τυροκομείο για ορισμένες μέρες. Όταν φόρτωσε και έφυγε τον χαιρέτησε:

 

― Γεια σου, μπάρμπα-Αντρικάκη!

 

Κι αμέσως ο γέρο-Αντρικάκης σκάρωσε την παρακάτω σάτιρα:

 

― Άι στο καλό μωρ’ Χρήσταινα

κι έλα τον Αλωνάρη,

όπου βαρεί ο τζίντζικας

τον κώλο στο πουρνάρι.

Και πες του Σέμπρου μου του Λιά

με το πλατύ ζωνάρι

τρία βαρέλια ξύλινα

αμέσως να τα πάρει.

Στόνα να βάλει το τυρί

και στ’ άλλο κουτσουμπέλια

στο τρίτο το τρανήτερο

του Κονταλή κουρέλια.

 

 

ΣΤΟ ΝΙΚΟΛΑΚΗ

 

Νικολάκη, Νικολάκη,

θα μας φάν οι βρυκολάκοι.

 

 

Η ΤΡΙΣΩ ΚΑΙ Ο ΓΥΦΤΟΓΙΩΡΓΗΣ

 

Ο Γυφτογιώργης, χαλκιάς στο επάγγελμα, όταν έκλεψε την Τρίσω, την οποία και εστεφανώθη, τον βοήθησαν και δύο φίλοι του. Μόλις άκουσε ο γέρο-Αντρικάκης το νέο, αμέσως σκάρωσε τη σάτιρα:

 

Τρεις την Τρίσω πήρανε

στα φυσερά την πήγανε!

 

 

 

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΤΙΧΑΚΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΑΝΤΡΙΚΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1912

 

Θέλετε ν’ ακούστε πόλεμο κι ελληνικά σεφέρια!

Πώς πολεμούν οι Έλληνες, με τα σπαθιά στα χέρια!

 

Πως πολεμούν οι Έλληνες, με τους μαυροβουνιώτες!

βάλανε την Τουρκιά μπροστά, σαν η αλεπού τις κότες.

 

Εμπρός πάει ο Χριστός, πάει η Παναγία,

πάει και πρίγκιπας, με μια μεραρχία!

 

Παιδιά μου, μην τρομάξετε, παιδιά, μην φοβηθείτε

με θάρρος και υπομονή, να πολεμήσουμ’ όλοι,

να μπούμε στην Αγιά Σοφιά, να πάρουμε την Πόλη...

 

 

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Σηκώτε παιδιά, να φύγουμε,

να πάμε σ’ άλλον τόπο.

Εδώ ψωμί δεν βγάνουμε

και κάνουμε και κόπο.

 

 

Ο ΑΛΕΞΗΣ

Ήρθ’ ο Αλέξης από το Καστριγκάρι

να σπείρει στον Άη-Θόδωρο κριθάρι.

 

 

ΤΗΣ ΚΟΛΙΑΙΝΑΣ Τ’ ΑΔΡΑΧΤΙ

Όταν κάηκε της Κόλιανας το αδράχτι και το άκουσε ο γέρο-Αντρικάρης:

 

Ντέρτι, που τόχ’ η Κόλιαινα, που της εκάη τ’ αδράχτι!

Δεν κλαίει, η δόλια την κλωνιά, δεν κλαίει το αδράχτι!

Σαν της εκάη το βρακί, που ήταν γεμάτο στάχτη...

 

ΣΤΗ ΓΡΙΑ ΜΠΟΥΖΟΥΝΑΙΝΑ

Η γριά Μπουζούναινα είχε κάνει συμβόλαιο με μια κοπέλα της και τα αδέλφια τσακωνόντουσαν μεταξύ τους. Όταν πέθανε η γριά ο γέρο-Αντρικάκης βρέθηκε στην κηδεία και δεν έχασε την ευκαιρία:

 

Για σήκω απάνου δόλια γριά,

να ιδής πως κάνουν τα παιδιά!

Κάνουν νυφάδες τέλο,

να σκοτώσουν την Αγγέλω...

Κι αυτή από το φόβο της

όλο χοντραίνει ο κώλος της.

 

 

ΓΥΝΑΙΚΟΚΑΥΓΑΣ

Η Κοντούλα κι η Γιωργούλα

και η Βασίλω του Κουκούλα,

πιάστηκαν από την καλή

στης Τσιρώνας την αυλή.

 

Την τραβούν σια ’δώ, σια ’κεί,

και της βγάζουν το βρακί.

Το βρακί το κεντισμένο

της το βγάλανε χεσμένο.

 

 

ΚΛΟΠΗ ΒΑΚΑΛΑΟΥ

Η κοντή και ο κοντός

εγλεντήσαν ένα βιός.

 

Κάθε βράδυ και πρωί

εβαρύγαν τα βιολιά,

τηγανίζαν τα φελιά.

 

Νικολίτσα μαγειρεύει

και ο Χρήστος να χορεύει.

 

 

Ο ΓΕΡΟ-ΑΝΤΡΙΚΑΚΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Είχε πάει στη φυλακή ο γέρο-Αντρικάκης και μέσα ήταν ένας ονομαζόμενος Μπαϊρακτάρης, που κόλλαγε σε όλους και δεν μαρτύραγε για ποιο λόγο είναι φυλακή.

Σε μια επίσκεψη κάποιου φίλου του άκουσε ο γέρο-Αντρικάκης ότι είναι φυλακή γιατί έκλεψε δύο γαϊδάρους.

Και αμέσως σκάρωσε το δίστιχο:

 

Επέρασα από το χωριό σου, ρε παλιό Μπαϊρακτάρη,

κι είδα και σε πορδίζανε πέντε-έξι-οκτώ γαϊδάροι!

 

ΟΤΑΝ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Σε μια διασκέδαση :

Τώρα λάβαμε τη γνώση

το ξεκαπνίσαμε καμπόσοι.

Μπροστά στο ξινάρι

και στην τσεκούρα

μούτζα νάχει το μαχαίρι

με την κουμπούρα.

 

 

Τέλος, σε αξίωση των μαθητών του σχολείου να τους απαγγείλει στίχους:

 

Σύρτε παιδιά μου στο καλό,

κι έχετε την ευχή μου

και με τον πίσω γυρισμό,

να πιείτε την... πορδή μου.

 

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΒΕΛΑΡΗΣ

 

Ένας άλλος λαϊκός σατιρικός ποιητής, νεώτερος του γέρο-Αντρικάκη και του Κουτρούτσου, ήταν ο Πιτσίδης (Χρήστος Καβελάρης).

Μπορεί να μην ήταν τόσο σημαντικός σε ποσοτική παραγωγή, όσο οι προκάτοχοί του, αλλά η δεξιοτεχνία του και η ποιότητα της δουλειάς του τον καθιέρωσαν.

Του Πιτσίδη οι σάτιρες, σε δίστιχα κυρίως, μαρτυρούν μια κατάσταση, ή κάποιο γεγονός, που για να γίνει κατανοητό πρέπει να συνδεδεί με κάποιο άλλο, με το οποίο υπάρχει ουσιαστική σχέση εξάρτησης.

Θέλοντας να εξυμνήσει ακριβώς αυτό το άλλο, σκαρώνει στη στιγμή τα δίστιχά του, όπως αυτό:

 

Βάστα Τσίτα άμυνα και σύ ρε Μπελεβγέρο

να μη μας φύγει το παιδί και πάει για τη Λέρο.

 

Το παιδί είναι ο Κώστας Αδάμης, που μόλις γύρισε από τη Λέρο, όπου εκεί στο Βασιλικό Ίδρυμα μάθαινε τέχνη, ζήτησε να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπούσε. Η μάνα του όμως είχε διαφορετική γνώμη και δεν ήθελε αυτό το γάμο.

 

Σ’ ένα άλλο δίστιχο ο Πιτσίδης μας έδωσε επιγραμματικά την απόφαση του φίλου του Θοδωρή Σακελλαρίου (Σοφαντώνη) να παντρευτεί - πηγαίνοντας σώγαμπρος - την κόρη του Δράμαλη (Αθαν. Μπάτου):

Για σήκ’ απάνω Αντώμη μου και το μουλάρι φόρτω

και γώ θα πα να παντρευτώ του Δράμαλη τη Φώτω.

 

 

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ Κ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ένα σατιρικό ποίημα, που μας έδωσε στα 18 του χρόνια, ο ποιητής Νίκος Κ. Σωτηρόπουλος, που χάθηκε απροσδόκητα τόσο νέος (1925-1949).

Η μακροσκελής αυτή σάτιρα βρέθηκε τυχαία, ύστερα από 30 χρόνια στο προσωπικό αρχείο του αλησμόνητου ταχυδρόμου της Δάφνης, Κωστάκη Ανανιάδη.

Η σάτιρα αυτή εγράφη στις 7/2/43 όταν γλένταγαν οι Ροδέοι, στα “Πιστρόφια” του Κώστα Ρηγόπουλου ή Ρόδη:

 

Κώστας , Γιώργης , άρας  -  μάρας

Αν το Δήμο  λησμονήσω

Σοφιανός και Κουκουνάρας !

πάλι θα μετανοήσω.

Σήμερα μου ήρθε ζάλη

Όσο και για τον Αντρέα

Και μου σκίσθη το κεφάλι

είναι φίνος για παρέα!

με τα γλέντια των Ροδέων ,

 

τα κλακ – κλακ Κουκκουναραίων

Και να μην  τα πολυλογούμε

 

μήπως  παρεξηγηθούμε,

Δεκαπέντε τα νιονύφια

τ  άξιο σόϊ το Νανέϊκο

μέρες  ζήσανε στα κρύφια.

έκαμ’  ένα νταλκαδάκι,

Και να, τώρα κεφωμένοι

τώρα τα’ απογιοματάκι ,

και τρελά μερακωμένοι!

για χατίρι του Κωστάκη .

Παν στα σπίτια τα δικά τους

Κάμανε δουλεία μεγάλη

κι όλα παίρνουν τα φιλιά τους

για τη Ρήνη του Μπικάλη.

   

Που να ειδείτε τη Μαρούλα ,

Πήραν τον Καραβασίλη

πούτανε σαν νιονυφούλα!

Να χορέψουνε οι φίλοι

Και της  λέγαν  «γειά της» όλοι.

Και στου Μουρλοκώστα έξω

Χόρευε, σαν παλικάρι

μούρχεται κοντά να τρέξω

και πατούσε με καμάρι

χόρευαν με βιά μεγάλη

και το Σοφιανό φιλούσε

για την κόρη του Μπικάλη.

κι όλο του κρυφομιλούσε.

 
 

Φεύγουν από κει και πάνε

Τι μπορώ να ιστορήσω

στης Βιολέτας  και γλεντάνε .

ποιόν να ειπώ και ποιόν να αφήσω.

Στην αυλή της ξεπεζεύουν

Αν αφήσω το Σωτήρη ,

πιάνοντ’  όλοι και χορεύουν.

που δεν μου χαλάει χατίρι

Τόλεγε σαν περδικούλα

είναι νιόγαμπρος θυμώνει

η νουνά μου η Μαρούλα

και του ποιητή κακιώνει.

κι ο Θανάσης τους κερνούσε

 

κι όλο λιανοτραγουδούσε.

 

 

Εχόρευαν τα Ναϊνάκια

τι καλά τα δαιμονάκια!

Τι χαρά ‘γινε μεγάλη

για την όμορφη του Ράλλη.

Μερακλήδες οι Ναϊνέοι

κι όμορφοι οι Μπικαλέοι.

Κώστας, Γιώργης, άρας – μάρας,

Σοφιανός και Κουκκουνάρας.

 

 

ΣΑΤΙΡΕΣ ΑΓΝΩΣΤΩΝ

 

Η ΚΡΟΤΑΛΟΘΟΔΩΡΑ

Ένα μικρό δίστιχο, που αναφέρεται στην προσπάθεια μεταπείσεως της Κροταλοθοδώρας να μην επιμείνει στην απόφασή της να ακολουθήσει τον αγαπημένο της καρδιάς της, Δημ. Ραμαντάνη, το 1885 περίπου.

 

― Θοδώρα, τι του ζήλεψες του παλιο-Ραμαντάνη;

― Του ζήλεψα τη φέρμελη και το χορό που κάνει!

 

ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ - ΑΠΑΓΩΓΕΣ

Τα παντρολογήματα, οι γάμοι και οι απαγωγές κοριτσιών έδωσαν πολλή τροφή στους σατιρικούς της Δάφνης. Τα στιχουργήματα διαδίδονταν, από στόμα σε στόμα, με μια απίστευτη γρηγοράδα, κέντριζαν με το πειραχτικό και χιουμοριστικό τους ύφος το πνεύμα των χωρικών, που έβρισκαν σ’ αυτά μια μικρή ολόδροση πηγή γέλιου.

 

Μια περίπτωση αποτυχίας, που η κοπελιά “έπιασε” στον ύπνο τον απαγωγέα της και τόσκασε, ενώ η Αστυνομία “τσάκωσε” τους ηθικούς αυτουργούς σ’ αυτή την απαγωγή.

 

 

Η Βγενιά η Μητρογιαννιά

Κι ο Τρουπής κοιμήθηκε,

είχε δυό καλά τσουπιά.

κοιμήθηκε στη Χούνη.

Τόνα πήρε το Γιαβή,

Και η Χαρίκλεια τούφυγε

τ’ άλλο πήρε τον Τρουπή

και πάει στο Δρακοβούνι.

   

 

Ο Γιάννης ήταν συνοδός

Θοδώρα η αιτία

και τους επήραν και τους τρεις

για την Αστυνομία.

 

 

Η ΚΑΜΠΑΝΑ

Το 1927(;) έσπασαν τη μεσαία μεγάλη καμπάνα της Αγίας Τριάδας. Η Κουκουβάγενα είχε στην Τεργέστη το παιδί της τον Ανδρέα, αδελφό του Κουκουβαγιογιάννη (ράφτη). Έβγαλαν τότε το κατωτέρω έμμετρο:

Η Λιάρα και η Αλμπάνα (δυό κορίτσια)

μας σπάσαν την καμπάνα.

Της Κουκουβάγενας ήλθε πολύ κακό

κι έγραψε στο εξωτερικό:

 

― Παιδάκι μου, παιδάκι μου!

Στείλε μας μια καμπάνα,

γιατί μας την εσπάσανε

η Λιάρα και η Αλμπάνα!...